Ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου για την ηλεκτρονική αυτοβιογραφία του "74 χρόνια χωρίς ανάσα" - www.ertsports.gr

Ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου για την ηλεκτρονική αυτοβιογραφία του “74 χρόνια χωρίς ανάσα”

Ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου, ο άνθρωπος που αποτελεί τη ζωντανή ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, μίλησε στο WebRadio της ΕΟΚ για την ηλεκτρονική του αυτοβιογραφία με τίτλο «74 χρόνια χωρίς ανάσα», ξετυλίγοντας το συναρπαστικό του ταξίδι στο χώρο του μπάσκετ.

Αναλυτικά όσα είπε ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου:

Για το πώς ξεκίνησε η ιδέα να γράψει την αυτοβιογραφία του: «Ειλικρινά η ιδέα ήρθε απ’ την αυτοβιογραφία που παρουσιάστηκε τους τελευταίους δύο μήνες του Γιάννη Ιωαννίδη και του Παναγιώτη Γιαννάκη. Επομένως, σκέφτηκα εγώ ότι κάνοντας ένα βιβλίο έχει πολλές ζημίες. Δε λέμε για το περιβάλλον, που είναι σημαντικό κι αυτό, αλλά συνήθως το βιβλίο το αγοράζεις, διαβάζεις μερικές σελίδες και αν δε συνεχίσεις το βάζεις στο ράφι και μένει εκεί. Εγώ είπα να το κάνω ηλεκτρονικά, το οποίο έχει κόστος και χρόνο πάρα πολύ, αλλά απ’ την ώρα που ανέβει στο διηνεκές θα μείνει εκεί και ο καθένας θα μπορεί να διαβάσει κάτι όποτε θέλει. Είναι 13 κεφάλαια, εκτός από το τρέιλερ με το οποίο γίνονται 14, όπου είναι γύρω στα 24 λεπτά κάθε κεφάλαιο, το οποίο καλύπτει μια περίοδο».

Για το αν είχε έτοιμες σημειώσεις ή του ερχόντουσαν αυθόρμητα οι αφηγήσεις: «Στο γράψιμο δεν είχα δυσκολία γιατί λόγω και της καθηγητικής μου ιδιότητας γράφω κάθε τόσο άρθρα σε περιοδικά ή οτιδήποτε. Είναι εύκολο το γράψιμο για εμένα. Σκέφτηκα τις ενότητες και κάθισα να γράψω 3-4 χιλιάδες λέξεις σε καθεμία από αυτές. Σχετικά με το υλικό όμως, ποτέ στη ζωή μου ιστορικό δε μάζεψα τίποτα, ούτε μετάλλιο, ούτε φωτογραφία, τίποτα. Ξεκίνησα από το μηδέν, ζητώντας από φίλους που μπορεί να είχαν και μου έδωσαν, ψάχνοντας στο ίντερνετ και έτσι συνέλεξα το υλικό που προσθέσαμε στα λεγόμενα. Ένα πράγμα είχα εγώ το οποίο έχει πραγματική αξία, αλλά ως συνήθως το έχασα κι αυτό: το φύλλο αγώνος του 1987. Μετά το τέλος του αγώνα τότε, επειδή δεν κάθομαι πολύ στους πανηγυρισμούς, πήγα στα αποδυτήρια διακριτικά και οι διαιτητές με βρήκα και μου έδωσαν το φύλλο αγώνα. Σκέφτηκα ότι έχει αξία, το έβαλα στην τσέπη μου, αλλά τελικά το έχασα. Κράτησε δέκα μήνες γεμάτους η όλη διαδικασία, με πάνω από 15 ώρες την ημέρα δικές μου. Το καλοκαίρι που κάτι κολλούσε ή δε μου έβγαινε είχα τέτοιο άγχος και πίεση που έλεγα να το σταματήσω. Τελικά με κουράγιο τα κατάφερα».

Για το αν όσο έγραφε ένιωσε κάποιο συναίσθημα νοσταλγίας: «Όταν ξαναδιάβασα τελευταίο κομμάτι, αφού δημοσιεύτηκε, είπα “κοίταξε τι τρέλες έκανες στη ζωή σου”. Εκεί πραγματικά αισθάνθηκα λίγο γλυκά. Όταν είσαι 15-20 χρόνων δεν παίρνεις χαμπάρι τι συμβαίνει γύρω σου, στα 20-30 ψάχνεις τα ρίσκα, να κάνεις καριέρα, “χτίζεσαι”, αλλά αρχίζει η πίεση. Στα 40-60 έχεις εμπειρία, αλλά αρχίζουν τα τηλέφωνα αν έχεις και μια θέση. Επειδή όλα αυτά τα έζησα πολύ έντονα, μου αφήσαν κάτι στο τέλος».

Για το αν σκοπεύει κάποια στιγμή να κάνει παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του: «Πριν 1-1.5 μήνα το συζητούσαμε με φίλους που συμμετέχουν και με βοήθησαν, όπως ο Γιώργος Λυσσαρίδης. Βάλαμε κάποια πράγματα στο τραπέζι και κάναμε και το πλάνο σχετικά με το πώς θα γινόταν η παρουσίαση. Μετά σκεφτήκαμε πως δεν υπάρχει λόγος γιατί είναι ηλεκτρονικά. Θα το βάλουμε στο Facebook, θα στείλουμε και δύο ενημερωτικά e-mails στον Τύπο και θα το παίξουν. Ίδιο πράγμα είναι. Δεν υπήρχε και η περίπτωση να καλέσεις τέσσερις να παρουσιάσουν, τι να πουν οι άνθρωποι;».

Για το αν έχει ο ίδιος συνειδητοποιήσει τις στιγμές του ελληνικού μπάσκετ στις οποίες είχε συμμετοχή: «Έχω συνειδητοποιήσει, αλλά η πάγια θέση μου είναι, επειδή όλα έρχονται και παρέρχονται στη ζωή, να κάνω το καθήκον μου και μετά να περιμένω την επόμενη φορά αν έρθει. Δεν κατάφερα, παρ’ ότι πέρασα απ’ την Αμερική πολλά χρόνια, να μπω στην αμερικάνικη σκέψη “πανηγύρισε τη στιγμή τώρα και μετά βλέπουμε”. Η δική μου προσωπικότητα δεν ερχόταν σε αυτό. Το 1987 που πήραμε το χρυσό όλοι ήταν στους δρόμους, εγώ πήγα και κοιμήθηκα. Άλλοι πήγαν σε ξενοδοχεία, εγώ ανέβηκα στη Χαλκιδική με το σκυλάκι μου. Είναι η κοσμοθεωρία μου. Μου έμεινε αυτό, αυτή είναι η ζωή μου και έτσι θα τη ζήσω. Και όταν γράφω στο κεφάλαιο για το 1987 το αναφέρω αυτό στο τέλος. Και στο Ζάγκρεμπ έγινε πανηγύρι μετά το δεύτερο μετάλλιο. Μου έλεγε η Μαρινέλλα να πάω έξω μαζί με τα παιδιά, όλοι πήγαν, αλλά εγώ ήμουν κουρασμένος και πήγα να κοιμηθώ».

Για το αν μένει από όλη τη μπασκετική του διαδρομή, πέραν από τα μετάλλια, η κοινή αποδοχή που είχε απ’ όλον τον κόσμο: «Είναι μια θετικότητα το να ζεις όπως ζω εγώ, πάρα πολύ συντηρητικά, και όλοι να έχουν καλή εικόνα για εσένα και να το λένε και δημόσια και κατ’ ιδίαν. Το σημαντικότερο για εμένα είναι όλα τα χρόνια που μου έδωσαν μια πελώρια ηρεμία. Εγώ είχα την εξής λογική. Είμαι καθηγητής πανεπιστημίου άρα έχω ένα σταθερό εισόδημα. Είμαι προπονητής, που μου προσθέτει στο έσοδο, αλλά δεν έχω την τρέλα να πάρω τα κότερά μου, τα πολυτελείας αυτοκίνητα, τα μεγάλα σπίτια. Ζω τη ζωή που ζω. Το βράδυ κοιμάμαι ήρεμος. Προσθέτω τώρα και τη σύνταξή μου, που είναι πολύ περιορισμένη με τους καινούργιους νόμους, και συνεχίζω να ζω με την ίδια άνεση».

Για το αν του έμεινε κάποια «πικρία»: «Όχι, δε νομίζω. Εκείνο τον καιρό μπορεί κάποια πράγματα να με ενόχλησαν, τώρα όμως έχουν ξεπεραστεί. Για παράδειγμα, όταν πήγε στην τελευταία μου χρονιά στον Άρη μού είπαν πως το μπάτζετ είναι συγκεκριμένο. Έκανα λοιπόν τον δρόμο να βρω όλους τους παίκτες που είχα στο παρελθόν και είχαν σταματήσει, τον Πάσπαλι, τον Γαλακτερό, τον Σοκ, έτσι ώστε να έρθουν να παίξουν. Ήρθαν να παίξουν με μικρά συμβόλαια γιατί είχαν εκτίμηση σ’ εμένα. Δε μπορείς όμως στον πρώτο μήνα να μην τους πληρώνεις. Δεν ήμουν κάποιος χαλαρός προπονητής, με… μαστίγιο τους είχα, αλλά πώς μετά να τους βάλεις να προπονηθούν με αυτόν τον τρόπο; Έτσι αποφάσισα να εγκαταλείψω την προπονητική».

Για την απόφασή του να ξεκινήσει την προπονητική: «Ήταν κάτι που το ήθελα. Εκείνο τον καιρό δεν ήταν καλού επιπέδου οι προπονήσεις. Έψαχνα να κάνω τον προπονητή γιατί βαριόμουν τις προπονήσεις και επίσης έβλεπα ότι δε μπορούσα να πάω παραπάνω από 5ος παίκτης του Ηρακλή εκείνον τον καιρό. Δε με συγκινούσε αυτό τότε, με συγκινούσε το να γίνω προπονητής».

Για το… ήρεμο στυλ με το οποίο προπονούσε: «Αν προσέξετε το στυλ κοουτσαρίσματός μου, αν τύχει να δείτε σε κάποιο βίντεο ή όπως λένε και κάποιοί παίκτες δικοί μου τότε, ήμουν πραγματικά cool, κάτι που βλέπω ότι κάνουν οι τωρινοί προπονητές. Οι περισσότεροι είναι ήρεμοι, ατσαλάκωτοι, μιλούν».

Για το αν θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στο σύγχρονο μπάσκετ: «Καθόλου δε θα δυσκολευόμουν, θα προσαρμοζόμουν. Όταν ξέρεις κάτι βρίσκεις τι ταιριάζει και τι δεν ταιριάζει. Τώρα οι άμυνες είναι πάρα πολύ πιεστικές, ο χρόνος είναι μικρότερος και “τρέχει”. Το λάθος που κάνουν πάρα πολλοί γκαρντ είναι ότι ντριμπλάρουν πολύ τη μπάλα και αυτό περιορίζει τον χρόνο επίθεσης. Ένα άλλο που εγώ το βλέπω είναι η συνεχής απαίτηση για pick-and-roll στην κορυφή. Εκεί εγώ σκέφτομαι πως αν “ακουμπούσα” τη μπάλα στον ψηλό θα “έσπαγε” η πίεση, άρα θα γινόντουσαν καλύτεροι οι παίκτες μας. Είναι μερικά πράγματα που πιστεύεις ότι θα τα έκανες διαφορετικά».

Για το αν στο πανεπιστήμιο τον βλέπουν νεότερα παιδιά και εκπλήσσονται μόλις μαθαίνουν ποιος είναι: «Αυτό ακόμα και τώρα μού συμβαίνει, σπανίως βέβαια και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Στο σουπερμάρκετ για παράδειγμα. Πήγα να πάρω κάτι λαχανικά, πήγα να τα ζυγίσω και με είδε ένας και μου μίλησε. Ρώτησε τον υπάλληλο που ζύγιζε, νέος στην ηλικία, αν με ξέρει, απάντησε “όχι” και άρχισε να του εξηγεί ποιος είμαι. Αμέσως ο υπάλληλος είπε ότι όταν γυρίσει θα πάει να διαβάσει για εμένα. Είναι… ρουτίνα αυτά».

Για το αν πηγαίνει σε γήπεδα πλέον: «Έχω να πάω από τότε που κοουτσάρισα το τελευταίο μου παιχνίδι, το 1997. Παρακολουθώ μπάσκετ όμως. Ούτε σε αγώνα της Εθνικής ομάδας πήγα, που μας κάλεσαν μερικές φορές οι άνθρωποι και τους ευχαριστώ πολύ».

Για το αν ο Νίκος Γκάλης είναι ο μεγαλύτερος παίκτης που πέρασε ποτέ από τα χέρια του: «Ο μεγαλύτερος παίκτης. Εγώ το έκανα και δήλωση στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Γιαννάκη στη Θεσσαλονίκη. Ο Νικ έχει γίνει πανελλήνια φίρμα και θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της εξάπλωσης του αθλήματος στη χώρα. Εγώ νομίζω ότι ο μεγάλος παίκτης είναι ο Γιαννάκης. Ο Νικ ήταν άξιος παίκτης, πελώριος, αλλά στον αγωνιστικό χώρο μόνο και για συγκεκριμένη δουλειά: να βάζει τη μπάλα στο καλάθι. Ο Γιαννάκης έχει τις περισσότερες συμμετοχές στην Εθνική ομάδα ως παίκτης, δεν έλειψε ποτέ. Έτυχε να είμαι μαζί του στην ομάδα όταν είχε θέμα στο πόδι του. Ο αρχίατρος του ποδοσφαίρου, ο Γιώργος Γκοδόλιας, είναι φίλος μου και κατοικούσε στη Γερμανία. Του είπα να δει το πόδι του Γιαννάκη, ασχοληθήκαμε την περίπτωσή του και έπαιξε το ίδιο βράδυ. Δεν έχει καμία απουσία ο Γιαννάκης σε όλα τα τουρνουά που μετείχε η Ελλάδα. Ως προπονητής και παίκτης πήρε πανευρωπαϊκό, πήρε ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο ως προπονητής. Ως παίκτης σε συλλογικό επίπεδο πήρε πρωταθλήματα και πανευρωπαϊκά. Δε θα υπάρξει παίκτης που θα πλησιάσει σε όσα έκανε ο Γιαννάκης. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα όμως. Κλείνουμε τη συμμετοχή, την αυτοθυσία, την προσπάθεια και την ποιότητα και, απ’ την άλλη, έχουμε έναν πολύ ποιοτικό παίκτη ο οποίος είχε άψογη απόδοση στα τετραγωνικά του γηπέδου».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ